Σχολιάζει η Μαρία Κουλούρη «Στην πόλη υπήρχαν δύο μουγγοί και ήταν πάντα μαζί. Νωρίς κάθε πρωί έβγαιναν απ΄το σπίτι όπου ζούσαν και κατηφόριζαν τον δρόμο για τη δουλειά πιασμένοι αγκαζέ.» Μια τρυφερή αρχή για μια «σκληρή» και «αιχμηρή» ιστορία που καταπιάνεται με τις ανισότητες είτε φυλετικές, είτε οικονομικές, με τον διαχωρισμό των τάξεων, με την κοινωνική αδικία, με τη φτώχια και τον ρατσισμό. Κι όλα αυτά με φόντο τη ζοφερή ατμόσφαιρα μιας εποχής και με την άνοδο του φασισμού να αχνοφαίνεται στην Ευρώπη. Βρισκόμαστε σε μια μικρή πόλη του αμερικάνικου νότου, αρχές της δεκαετίας του 30, στα χρόνια της μεγάλης ύφεσης. Η αφόρητη ζέστη - κομπάρσος δίπλα στους ήρωες - εντείνει τη θλιβερή πραγματικότητα, που σαν κύρια στοιχεία της έχει τη φτώχεια, την απελπισία, τη μοναξιά και το αδιέξοδο από ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Ο κεντρικός ήρωας, ο Σίνγκερ - μουγγός εκ γενετής -, ζει δέκα χρόνια με τον Αντωνόπουλο στενό του φίλο. Είναι δύο χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι, κι όμως, τι παράξενο, ο Σίνγκερ είναι απόλυτα ευτυχισμένος! Η αυστηρά προγραμματισμένη, αλλά και χαρούμενη ζωή του ανατρέπεται μετά από τον εγκλεισμό του φίλου του σε ίδρυμα. Μένει μόνος. Μόνος χωρίς τον ακροατή του, μόνος χωρίς τον άνθρωπο που είχε πλάσει στον νου του όπως ήθελε. «Στο πρόσωπό του υπήρχε μια μελαγχολική γαλήνη που κανείς τη βλέπει πιο συχνά στα πρόσωπα των πολύ θλιμμένων ή των πολύ σοφών. Αλλά ακόμη περιπλανιόταν στους δρόμους της πόλης, πάντα σιωπηλός και μόνος.» Αλλάζει συνοικία και σπίτι και βρίσκεται ξαφνικά στο κέντρο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που τίποτα κοινό δεν έχουν μεταξύ τους. Ο ρόλος του ανατρέπεται και γίνεται εκείνος ο ακροατής, ο εξομολόγος τεσσάρων ανθρώπων διαφορετικών σε ηλικία, χαρακτήρα, ιδέες. Ο καθένας τους δίνει στον Σίνγκερ την υπόσταση που επιθυμεί. Βλέπει αυτό που θέλει να δει. Κι αυτό που θέλει, είναι κάποιον να τον ακούει! Η 12χρονη Μικ ζει με τη μουσική μέσα της και με ένα όραμα! Θέλει να σπουδάσει και να γίνει μια μεγάλη συνθέτρια. «Ειδικά ενός τύπου η μουσική έκανε την καρδιά της να σφίγγεται κάθε φορά που την άκουγε. Μερικές φορές η μουσική ήταν σαν χρωματιστά κομματάκια κρυσταλλωμένης ζάχαρης κι άλλες φορές ήταν το πιο απαλό και θλιμμένο πράγμα που΄χε φανταστεί στη ζωή της.» Αυτό το όνειρο είναι οι ανάσες της που, όμως, κινδυνεύουν να συντριβούν κάτω από την πίεση των ασφυκτικών ορίων της μικρής πόλης και της οικονομικής ανέχειας των γονιών της. Περιορισμένη στα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού της με μια ψυχή να φεύγει συνέχεια μακριά, προσπαθεί να συντηρήσει το όνειρό της μοιράζοντάς το με τον μόνο άνθρωπο που μπορεί να την ακούσει, τον Σίγκερ. Ο Μπιφ Μπράνον, ο ιδιοκτήτης του μπαρ Νέα Υόρκη, παλεύει ανάμεσα στα «γιατί» που προβάλλονται διαρκώς στη ζωή του και είναι, ίσως, ο μόνος άνθρωπος που αντιλαμβάνεται τον ρόλο που έχει ενδυθεί ο Σίνγκερ στα μάτια των άλλων. Είναι ο παρατηρητής της ζωής όλων. Ο Τζέικ Μπλάουντ ένας οργισμένος και μοναχικός κήρυκας της ανισότητας και της πλουτοκρατίας περνά τη ζωή του μεθώντας και αναζητώντας εκείνους που «ξέρουν». «Βλέπει πως, όταν οι άνθρωποι υποφέρουν τόσο, γίνονται κακοί κι άσχημοι, και κάτι μέσα τους πεθαίνει. Όμως το κύριο πράγμα που βλέπει είναι πως όλο το παγκόσμιο σύστημα είναι χτισμένο πάνω σ΄ένα ψέμα. Και, αν κι είναι τόσο φανερό όσο ο ήλιος που λάμπει, οι δεν-ξέρω έχουν ζήσει με τούτο το ψέμα τόσο καιρό, ώστε απλώς δεν μπορούν να το δουν.» Η συγγραφέας παρουσιάζει τον Μπλάουντ, σαν έναν αντιπαθητικό μέθυσο και οργίλο άνθρωπο, ίσως για να γέρνει η ζυγαριά περισσότερο στα οργισμένα λόγια του παρά στον χαρακτήρα του. Μέσω του Μπλάουντ η συγγραφέας – φοβερά ώριμη για την ηλικία των 19 χρόνων, τότε άρχισε να γράφει το βιβλίο – εκφράζει όλη την απελπισία της για ένα σύστημα που υμνεί μια ελευθερία ανύπαρκτη. «Έχουν κάνει τη λέξη ελευθερία να βρομάει και να ζέχνει. » «Αυτή η λέξη είναι σαν σκουλήκι που μου τρώει το μυαλό. Ναι; Όχι; Πόση; Πόσο λίγη; Η λέξη είναι σινιάλο για πειρατεία και κλεψιά και πανουργία. Θα είμαστε ελεύθεροι και οι εξυπνότεροι θα μπορούν τότε να σκλαβώσουν τους άλλους.» «Απ΄όλες τις λέξεις είναι η πιο επικίνδυνη. Εμείς που ξέρουμε πρέπει να είμαστε προσεχτικοί. Η λέξη μάς κάνει να νιώθουμε καλά – είναι ένα μεγάλο ιδανικό , για την ακρίβεια. Όμως μ΄αυτό το ιδανικό υφαίνουν οι αράχνες τους πιο άσχημους ιστούς για μας.» Στην ίδια πλευρά, αλλά με διαφορετική αντιμετώπιση βρίσκεται ο έγχρωμος γιατρός Κόπλαντ. Μεταλαμπαδεύει το όνειρό του στους αρρώστους του, όνειρο για μια πιο ελεύθερη ζωή, χωρίς φυλετικές διακρίσεις και καταπίεση. Απογοητεύεται όταν διαπιστώνει ότι οι γιοί του δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τη νωθρότητα που διακρίνει τη φυλή του. Όλα τα πρόσωπα συναντώνται μεταξύ τους, προσπερνά ο ένας τον άλλον, δεν υπάρχει μια φαινομενική τουλάχιστον επιρροή μεταξύ τους, και προσκολλώνται στον Σίνγκερ, τον πρόθυμο ακροατή. Είναι ο εξομολόγος τους. Είναι αυτός που ήθελαν να είναι! Το «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» είναι ένα βιβλίο με ιδέες φοβερά πρωτοποριακές για την τότε Αμερική του νότου, (εκδόθηκε το 1940), ένα βιβλίο αρκετά προφητικό για όσα ακολουθήσουν αργότερα και επιβεβαιωθούν κατά τρόπο σκληρό. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο θλίψη για όνειρα που χτυπούν σε αδιέξοδα, για ιδέες που κρίνονται μεγαλεπήβολες και μένουν στο πλάι με έναν αναστεναγμό απόγνωσης, είναι ένα βιβλίο για την ανάγκη του ανθρώπου να ακουστεί μέσα σε μια κοινωνία αδιάφορη και σκληρή. Η Κάρσον ΜακΚάλερς με ιδέες αρκετά ανατρεπτικές για την εποχή της, μας δίνει ένα βιβλίο που μπορεί να χαρακτηριστεί απαισιόδοξο και γεμάτο θλίψη, αλλά αφήνει μικρές χαραμάδες ήλιου να περάσουν από το κείμενό της. Κλείνοντας τον σχολιασμό μου δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον καταπληκτικό πρόλογο του βιβλίου που γράφτηκε από τη Βίκυ Κατσαρού, στην εξίσου δυνατή εισαγωγή από τον μεταφραστή του έργου Μιχάλη Μαρκόπουλο και φυσικά στην εξαίρετη μετάφραση που βοήθησε να φανεί η αξία του «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη»! Απόσπασμα από το βιβλίο : Η σιωπή στην αίθουσα ήταν βαθιά σαν την ίδια νύχτα. Ο Μπιφ στεκόταν καθηλωμένος, χαμένος στους συλλογισμούς του. Έπειτα, ξάφνου, ένιωσε κάτι μέσα του να ζωηρεύει. Η καρδιά του σκίρτησε κι έγειρε την πλάτη του στον πάγκο για να στηριχτεί. Γιατί μ΄έναν ξαφνικό καταυγασμό είδα μια φευγαλέα εικόνα ανθρώπινης μάχης και ανδρείας. Του ατελείωτου κυλίσματος της ανθρωπότητας μες στον ατελείωτο χρόνο. Κι εκείνων που μοχθούν κι εκείνων που - μία λέξη - αγαπούν. Αλλά για μια στιγμή μονάχα. Γιατί ένιωσε μέσα του μια προειδοποίηση, τρόμο να τον διαπερνά. Ήταν μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Είδε πως κοίταζε το πρόσωπό του στον καθρέφτη του πάγκου μπροστά του. Ιδρώτας γυάλιζε στα μηλίγγια του και η όψη του ήταν παραμορφωμένη. Το ένα μάτι ήταν πιο ανοιχτό από το άλλο. Το αριστερό εξέταζε μισόκλειστο το παρελθόν, ενώ το δεξί κοίταζε ολάνοιχτο και φοβισμένο ένα μέλλον σκότους, λάθους και ολέθρου. Και ήταν μετέωρος ανάμεσα στην ακτινοβολία και στο σκοτάδι. Ανάμεσα στη πικρή ειρωνεία και την πίστη. Λίγα λόγια για τη συγγραφέα : Η Carson McCullers γεννήθηκε το 1917 στην Τζόρτζια των ΗΠΑ.
Το Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη, το πρώτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 1940, όταν ήταν μόλις 23 ετών, και την καθιέρωσε αυτομάτως. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και το 1968 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Η McCullers εξέδωσε τρία ακόμα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων, καθώς και πολλά μεμονωμένα διηγήματα και άρθρα. Στα μυθιστορήματά της συχνά αποτυπώνει μικρές πόλεις του αμερικανικού Νότου και πραγματεύεται θέματα όπως η μοναξιά, οι φυλετικές διακρίσεις, η θέση της γυναίκας και η πνευματική απομόνωση. Η McCullers υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας σε όλη της τη ζωή. Πέθανε το 1967, σε ηλικία 50 ετών. Θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες Αμερικανίδες συγγραφείς του 20ού αιώνα.
0 Comments
|
|