Σχολιάζει η Μαρία Κουλούρη Μακάρι να πάνε όλα καλά, είναι η ευχή που δίνει ο Άκσελ στη σύντροφό του Καρολίνα, μέσα από ένα μέιλ που της στέλνει έτσι ξαφνικά ενημερώνοντάς την για διάφορα πρακτικά θέματα σε περίπτωση θανάτου του. Η Καρολίνα ανησυχεί, αλλά δεν δίνει πολύ σημασία γιατί έτσι είναι ο Άκσελ. Πέντε μήνες μετά εκείνος πεθαίνει. Το ντεμπούτο της Σουηδής Καρολίνα Σέτερβαλ στη λογοτεχνία είναι δυνατό, σπαρακτικό, αληθινό. Ακροβατεί ανάμεσα στην αυτοβιογραφία της και στη μυθοπλασία. Δίνει το όνομά της στην ηρωίδα για να τη συνδέσει με τα δικά της βιώματα και μιλά για μια σχέση και μια απώλεια. Ο Άκσελ και η Καρολίνα γνωρίζονται, αγαπιούνται και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Αποκτούν ένα παιδί τον Ίβαν. Όταν ο Ίβαν είναι περίπου εννέα μηνών ο πατέρας του πεθαίνει και η Καρολίνα καλείται να το αντιμετωπίσει. Η ιστορία είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ξεδιπλώνεται σε δύο χρόνους, το «τότε» και το «τώρα», που εναλλάσσονται δοσμένα σε μικρά κεφάλαια. Το «τώρα» αρχίζει από τον μήνα που πεθαίνει ο Άκσελ. Είναι Οκτώβρης του 2014. «Την τελευταία νύχτα που αποκοιμιέμαι, σ΄ένα υπνοδωμάτιο δίπλα στο δικό σου, το κάνω με την πίστη ότι έχουμε χιλιάδες μέρες μπροστά μας. Δεν έχουμε. Αυτή είναι η τελευταία νύχτα μας μαζί. Και δεν την περνάμε ο ένας δίπλα στον άλλον. » Το «τότε» ξεκινά από τη γνωριμία τους, το 2009, και αρχίζει και «τρέχει» περνώντας τους μήνες γρήγορα, με περιγραφές από τις ζωές τους, πάντα με αφηγητή την Καρολίνα που απευθυνόμενη σε δεύτερο πρόσωπο (στον σύζυγό της) και σε ενεστώτα χρόνο δίνει το στίγμα της συμβίωσής τους. Το «τότε» έρχεται σε αντίθεση με το «τώρα», που είναι κολλημένο στους τρεις μήνες μέχρι το τέλος του χρόνου, μέχρις ότου συναντηθούν και τα δύο. Το αργό – βαρύ βάδισμα του «τώρα» εναρμονίζεται απόλυτα με το πένθος και τη διαχείρισή του. Μια φοβερή αντίθεση, ένα λογοτεχνικό tip από τη συγγραφέα – κορυφαίο κατά την άποψή μου -, που τονίζει έτσι τη διαφορά των χαρούμενων στιγμών από εκείνων της θλίψης, που τονίζει ότι μαζί με την απώλεια χάνεται και ένα μέρος της ζωής της. Τα ερωτηματικά πολλά και σκληρά ταλανίζουν την ηρωίδα, αναρωτιέται τι έπρεπε να είχε κάνει, που έφταιξε, ποια σημαντικά πράγματα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Προσπαθεί να διαχειριστεί τη θλίψη, τις ενοχές, τις τύψεις, τον θυμό, την παραίτηση, την πίκρα, τη ζήλια, την οργή. Ένας ολόκληρος κύκλος ξετυλίγεται και περιγράφεται με απίστευτη ειλικρίνεια και ωμότητα. Η επανεξέταση όλης της κοινής τους ζωής περνά από το μικροσκόπιο της Καρολίνας, οι αντικρουόμενες σκέψεις γίνονται βρόγχος, προσπαθεί να βάλει μια τάξη, αναρωτιέται πως θα συνεχίσει, πως θα μεγαλώσει μόνη της το παιδί τους, τι να του πει, πως θα φερθεί, τι πρέπει να κάνει. Το πρόβλημα είναι ότι η απώλεια δεν αφορά μόνο το τώρα, αλλά και το παρελθόν της και το μέλλον της. Οι συγγενείς και οι φίλοι βρίσκονται συνέχεια κοντά της και της συμπαραστέκονται όσο μπορούν. Η Καρολίνα περνά από διάφορα στάδια. «Κάποιοι λένε ότι απόψε θα πάνε και θα αγκαλιάσουν λίγο περισσότερο τον άντρα και τα παιδιά τους. Δεν καταλαβαίνω γιατί το λένε σ΄εμένα. Δεν καταλαβαίνω σε τι θα μου χρησιμεύσει αυτό, πέρα από το να μου θυμίσουν πως είναι κάτι που εγώ δεν μπορώ να κάνω. Νομίζω πως αρχίζω να γίνομαι πικρόχολη. Δεν δίνω δεκάρα πάντως.» Καθώς οι δύο αφηγήσεις ενώνονται, κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στο δεύτερο μέρος η Καρολίνα πιο ήρεμη τώρα, επιστρέφει στη δουλειά, βάζει μια τάξη στην κοινή, με το παιδί, ζωή της και σιγά σιγά αναφέρεται όλο και πιο λίγο στον Άκσελ, χρησιμοποιώντας πάντα το δεύτερο πρόσωπο. Του μιλά, τον ρωτά, του ανοίγει την ψυχή της γιατί τώρα ένας άλλος άνθρωπος έχει μπει στη ζωή της. Μόνο που τώρα το όνομά του αντικαθίσταται από το «εσύ». Η τρυφερότητα και η αγάπη εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν. Με μια αφήγηση αφοπλιστικά ειλικρινή, με μια εντιμότητα που σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα, η Setterwall ανοίγει την ψυχή της χωρίς να σκέφτεται αν θα κριθεί και κατακριθεί, παρά μόνο με μια διάθεση εξομολογητική μας παρασύρει στο να ζήσουμε τις αγωνίες της, τη θλίψη της, να θυμώσουμε μαζί της για τα λάθη της, να μπούμε σε σκέψεις για τη σωστή ή όχι διαπαιδαγώγηση του παιδιού της, να την αντιπαθήσουμε μερικές φορές και αμέσως μετά να τη συγχωρήσουμε. Αντιφατικά και εναλλασσόμενα είναι τα συναισθήματα όσο κρατά η ανάγνωση. Οι σκέψεις για τη ζωή, για εκείνο που μπορεί να μην έχεις στο μέλλον, για εκείνο που πρέπει να χαρείς τώρα γιατί δεν ξέρεις το μετά, είναι έντονα διατυπωμένες σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. «Όλα φαίνονται λογικότερα τώρα, όταν είναι πλέον πολύ αργά για όλα. Μακάρι να μου δινόταν άλλη μια ευκαιρία να σε αγαπήσω. Στην ολότητά σου. Μακάρι να μπορούσα να αλλάξω την ιστορία μας, να ήμουν ένα άλλο άτομο στη σχέση μαζί σου. Ένα άτομο που θα ρωτούσε περισσότερα, που θα άκουγε περισσότερο, που θα καταλάβαινε περισσότερα, που θα διέθετε περισσότερη υπομονή. Αλλά δεν γίνεται. Αντιθέτως σε βλέπω στις εικόνες από τις περιγραφές των άλλων, τις οποίες εγώ έχασα. » Είναι ένα βιβλίο που πέρα από την αξία του σαν γραφή και αφήγηση, αφήνει έντονα τα σημάδια του καθ΄όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Η μετάφραση από τον Γρηγόρη Κονδύλη το απογειώνει. Διαβάστε το. Θετικά στοιχεία : 1.Δυνατή πλοκή- σφιχτή δομή 2.Δυνατή αφήγηση και ροή του λόγου 3.Εξαίρετη σύνδεση του τότε και του τώρα 3.Προβληματισμοί και ένταση συναισθημάτων 4.Εξαιρετική μετάφραση Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Πρώτος μήνας κυκλοφορίας : Δεκέμβριος 2019 Λίγα λόγια για τη συγγραφέα : H Carolina Setterwall γεννήθηκε στη Σουηδία το 1978, σπούδασε ΜΜΕ στην Ουψάλα, τη Στοκχόλμη και το Λονδίνο. Έχει εργαστεί στη μουσική και την εκδοτική βιομηχανία. Ζει στη Στοκχόλμη με τον γιο της. Το Μακάρι όλα να πάνε καλά είναι το πρώτο της βιβλίο. Για να διαβάσετε περισσότερα για τη συγγραφέα και το έργο της εδώ : http://carolinasetterwall.se/
0 Comments
Leave a Reply. |
|