Γράφει ο Γιάννης Ζαραμπούκας.
Οι δρόμοι άδειοι, υγροί, αντανακλούν το ηλιακό φως που μάταια προσπαθεί να σπάσει το κρύο. Τα παραθυρόφυλλα σφαλισμένα, οι πολυκατοικίες κοιμούνται ακόμα. Τα γυμνά κλαδιά των δέντρων τουρτουρίζουν απ' το κρύο. Το χιόνι που έπεφτε όλο το βράδυ, αργό και ντελικάτο υφαίνοντας μια χοντρή κουβέρτα, σκέπασε τις θαμπές πλάκες του πεζοδρομίου, τους τσαπατσούλικα κουρεμένους θάμνους και τα μοναχικά μπαλκόνια. Προχωρώ με βήματα αργά κι αβέβαια στη στάση. Το νερό στις λακκούβες έχει κρουσταλλιάσει. Η παγωμένη τους επιφάνεια γυαλίζει απειλητικά. Εκείνος με το πέτσινο μπουφάν είναι πάλι εκεί... Με ένα κεραμιδί κασκόλ να αγκαλιάζει σφιχτά το λαιμό του κι ένα σκούφο στο ίδιο χρώμα να καλύπτει μέχρι και τα φρύδια του κρατά ανάμεσα στο κόκκινα δάκτυλα του ένα βιβλίο πόκετ. Ακουμπά στην μια απ' τις τέσσερις μεταλλικές κολώνες της στάσης. Δέσμιος των τυπωμένων λέξεων, αποκομμένος γι' άλλη μια φορά απ' την πραγματικότητα, διαβάζει απορροφημένος το βιβλίο του. Πλησιάζω με τρόπο διακριτικό και στέκομαι στο πλάι του. Σχεδόν μπορώ να τον αγγίξω αν απλώσω το γαντοφορεμένο μου χέρι, μα πάλι αδυνατώ να δω το πρόσωπο του!
0 Comments
|
|