Γράφει ο Γιάννης Ζαραμπούκας. Στην εκπνοή σχεδόν του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα κάπου στα 1680 σε ένα μικρό αγρόκτημα στον σκληρό Βορρά της Αμερικής, μας μεταφέρει η Αμερικανή λογοτέχνιδα Toni Morrison μέσα από το σύντομο και ουσιώδες μυθιστόρημα της «ΕΛΕΟΣ». Σε μια εποχή όπου ο δυτικός κόσμος σημαδεύτηκε παντοτινά από την Επιστημονική Επανάσταση και το Μπαρόκ πολιτιστικό κίνημα έκανε την εμφάνιση του, χαρακτηρίζοντας κάθε είδους τέχνη, μια εποχή όπου η Αγγλία δοκιμάζονταν τόσο από την οικονομική κρίση που την έπληττε, όσο και από τον εμφύλιο πόλεμο που ‘χε ξεσπάσει ανάμεσα στους υποστηρικτές του βασιλιά Κάρολου Α’ και των οπαδών του Κοινοβουλίου, μία εποχή όπου η δουλεία που τα επόμενα χρόνια ειδικά στην Αμερική θα γνώριζε τεράστια έξαρση, βρίσκονταν ακόμα στα σπάργανα, μία εποχή όπου ξεκίνησε το φαινόμενο του αποικισμού προς το Νέο Κόσμο και ειδικότερα σε περιοχές της Βόρειας Αμερικής, κυρίως από Ισπανούς, Ολλανδούς, Άγγλους και Γάλλους, με τους δύο τελευταίους να κυριαρχούν προς το τέλος του αιώνα, γεννιούνται οι ήρωες της συγγραφέως, σκέπτονται, αισθάνονται, ενεργούν και συγχρωτίζονται.
Το «ΕΛΕΟΣ» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της βραβευμένης με Νόμπελ Toni Morrison που διαβάζω και σίγουρα όχι το τελευταίο, αφού η συγγραφέας κατάφερε να με κερδίσει τόσο με την σπαρταριστή και έντονα γλαφυρή γραφή της, όσο και με τη θεματολογία της, αφού μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της επιχειρεί να αναβιώσει την πορεία των Αφροαμερικανών που αποτελούν τις ρίζες της, την εποχή εκείνη που βίωναν τις απάνθρωπα σκληρές συνθήκες διαβίωσης και τις επιπτώσεις της δουλείας, θέμα που θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί τον άξονα γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφεται η πλοκή του βιβλίου. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα πως η συγγραφέας εστιάζει μοναχά στο παραπάνω ζήτημα, αφού μεσ’ τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης συναντά μια «γυναικεία» αφηγηματική πολυφωνία. Συγκεκριμένα, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις ζωές της μικρής Αφροαμερικανής σκλάβας Φλόρενς, της ιθαγενούς υπηρέτριας Λίνας, της παλαβής Σόροου, μοναδικής επιζήσασας ενός ναυαγίου και κόρη ενός πλοίαρχου, καθώς και της Κυράς τους της Ρεβέκκας, η οποία άφησε την Αγγλία και τις δύσκολες συνθήκες της εκείνης ζωής για να παντρευτεί με τον Αγγλοολανδό άποικο Τζέικομπ Βάαρκ, έναν φιλόδοξο τυχοδιώκτη και ιδιοκτήτη ενός μικρού αγροκτήματος, που ασχολείται με τον κλάδο του εμπορίου και ειδικότερα με το εμπόριο ζάχαρης. Όλα ξεκινούν όταν ο Τζέικομπ καταφέρνει να χτίσει το μέγαρο των ονείρων του και η Ρεβέκκα προσβάλλεται από μία ασθένεια, γεγονός που θα αναγκάσει τη μικρή Φλόρενς να κάνει ένα ταξίδι δύσκολο, που ελλοχεύει πολλούς κινδύνους με σκοπό να βρει τον μαύρο ελεύθερο σιδερά, ο οποίος πουλά βότανα. Η παρουσία του διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, αφού με την εμφάνιση του ταράζεται η ήρεμη ζωή του αγροκτήματος και οι καταστάσεις περιπλέκονται. Η συγγραφέας καταφέρνει να δώσει πνοή ζωής σε μία εποχή «φασιαριόζικη» κι αρκετά σκληρή, μία εποχή γεμάτη θρησκευτικές διαμάχες που με την παραμικρή αφορμή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δημόσια εκτέλεση, μία εποχή γεμάτη αντιθέσεις αφού δεν υπήρχαν μόνο μαύροι δούλοι, αλλά και λευκοί, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν μετανάστες που με συμβόλαια συγκεκριμένου χρόνου, ίσως και ισόβια πολλές φορές, προσέφεραν εργασία ώστε να καταφέρουν να πληρώσουν τα έξοδα του υπερατλαντικού τους ταξιδιού, φαινόμενο το οποίο έγινε γνωστό ως λευκή δουλεία, ενώ υπήρχαν και μαύροι όπως ο σιδεράς, οι οποίοι ζούσαν ελεύθεροι. Μία εποχή στην οποία η μοίρα των γυναικών, που αποτελούν και τις πρωταγωνίστριες αυτού του έργου, γυναικών που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες ήταν προδιαγεγραμμένη, αφού είτε θα παντρεύονταν, είτε θα γίνονταν υπηρέτριες, είτε θα κατέληγαν ως πόρνες. Η Morrison παρά τις πολυάριθμες κοινωνικές κι ιστορικές της αναφορές καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο ανάλαφρο, ρέον, με ενδιαφέρουσα πλοκή κι απόλυτα ισορροπημένο. Ένα έργο ανθρώπινο, τρυφερό που δημιουργεί αυθεντικά συναισθήματα, πυροδοτεί μία ποικιλία σκέψεων και καλλιεργεί την ανάγκη αναζήτησης περισσότερων πληροφοριών σχετικά με την εποχή εκείνη. Να το διαβάσετε! Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη. Πρώτο έτος κυκλοφορίας 2009. Υ.Γ. Το επίμετρο της μεταφράστριας κ. Κατερίνας Σχινά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι άκρως βοηθητικό.
0 Comments
|
|