«Το χνάρι που δεν έσβησε» αποτελεί με βεβαιότητα ένα καθάριο ιστορικό μυθιστόρημα, πλούσιο σε κοινωνικούς προβληματισμούς, ενδοσκοπικές αναζητήσεις, αλλά και σε ποικίλα συμβολικά στοιχεία, που σίγουρα δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη κάθε αναγνώστη που θα επιχειρήσει να ταξιδέψει μέσα απ’ τις σελίδες τους.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια «σιγής», η πολυγραφότατη συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ έρχεται μέσα από την νέα της εκδοτική στέγη, που αποτελούν οι Εκδόσεις Διόπτρα, να αναμοχλεύσει, και όχι άδικα, τις μνήμες του αναγνωστικού κοινού, υπενθυμίζοντας του, τους λόγους εκείνους που τα προηγούμενα μυθιστορήματα της κατάφεραν να αγαπηθούν. Με την άκρατη λυρική και περιγραφική γραφή της, γραφή που κυλά δροσερά και ταξιδιάρικα, γραφή ζωντανή που εμφυσά πνοή σε κάθε συλλαβή, λέξη και πρόταση δημιουργώντας αληθοφανή πρόσωπα-ήρωες, εικόνες έντονες γεμάτες χρώμα και μυρουδιές, αλλά κι αμέτρητα συναισθήματα που σκαλίζουν βαθιά τον ψυχικό κορμό κάθε αναγνώστη, η συγγραφέας πλάθει μία άκρως ενδιαφέρουσα και πολυπρόσωπη ιστορία που κινείται παράλληλα με την ελληνική ιστορία από τα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Χούντας , στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ογδόντα. Με τρεις κυρίαρχες αφηγηματικές φωνές να επιβάλλονται στην πολυπροσωπία του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία ζωής της Υπατίας, του Μίμη ή Σπάρτακου, καθώς και του Άγη. Από τις ανηφοριές του στρογγυλού βουνού, στο Μάντσεστερ της Αγγλίας μέχρι και την πόλη που ακούμπησε τη θάλασσα, ο αναγνώστης γίνεται άμεσος αποδέκτης κάθε στιγμής που έρχεται να χαράξει με την παρουσία της τις ζωές των ηρώων, άλλοτε να τις φωτίσει, κι άλλοτε να τις ρίξει στο σκοτάδι, μα σίγουρα να τις εξελίξει. Κι έτσι λοιπόν, η ζωή προχωρά. Συνοδοιπόρος της σε αυτό το ταξίδι το παρελθόν. Οι ήρωες της συγγραφέως δειλοί κι ίσως αδύναμοι να απαγκιστρωθούν απ’ τις μνήμες γεγονότων, συναισθημάτων και ενεργειών, που συνέδραμαν καταλυτικά στην διαμόρφωση της πορείας που έλαβε η ζωή τους, συνεχίζουν να περπατούν σε μονοπάτια δύσβατα με πέλματα ψυχής γυμνά, γεμίζοντας κι άλλες πληγές... Συνεχίζουν να περπατούν σε μονοπάτια πλημμυρισμένα από σκιές κι ερινύες, που χτυπούν καθημερινά την πόρτα της συνείδησης τους και με το ασήκωτο κι αλησμόνητο φορτίο τους βαραίνουν διαρκώς τους ώμους τους. Ώσπου ένα μοιραίο παιχνίδι της τύχης, ένα σκονισμένο παλτό με ένα κουτάκι μαστίχες Χίου κι ένα εισιτήριο κινηματογράφου στην τσέπη έρχεται απ’ το παρελθόν για να ρίξει φως στο σπίτι που το ‘χουν τυλίξει ασφυκτικά οι σκιές, το σπίτι με τις θλιμμένες πέτρινες γυναίκες και το τεράστιο πεύκο. Η συγγραφέας καταφέρνει με μεγάλη επιδεξιότητα να κεντήσει σε ένα εντυπωσιακό υφαντό ιστορικά γεγονότα, ανθρώπινα πάθη κι αδυναμίες, μπόλικη πίκρα και αμέτρητα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, δημιουργώντας μία μεθυστικά ονειρική ατμόσφαιρα που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα παραμυθένιο ταξίδι ανάγνωσης. Από τις τρεις Λένες, το λευκό κουνέλι, σε μια νεοδιόριστη δασκάλα με μια βαλίτσα γεμάτη θλιμμένες Παναγίες και στο αγγελοκόριτσο με τα πότε θαλασσιά, ποτέ μενεξεδί και ποτέ γκρίζα μάτια. Ένα πληθωρικό ταξίδι στο χωροχρόνο και στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα ταξίδι που προμηνύει μία μοναδική αναγνωστική εμπειρία και πυροδοτεί την σκέψη και τον προβληματισμό του αναγνώστη, προσφέροντας του παράλληλα το εισιτήριο για μια ενδοσκοπική διαδρομή με στόχο την ψηλάφηση των εσωτερικών τοιχωμάτων της ύπαρξης του. Ένα αναγνωστικό ταξίδι που γράφτηκε ανεξίτηλα στην μνήμη μου γιατί με μάγεψε, με συνάρπασε και με ταξίδεψε με τρόπο παραμυθένιο σε μια σκληρή εποχή, σε μια πονεμένη Ελλάδα γεμάτη ανοιχτές πληγές. Σας προτείνω λοιπόν, να διαβάσετε ΤΟ ΧΝΑΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΣΒΗΣΕ με την σιγουριά πως η μαγεία που αναδύει θα καταφέρει να διεγείρει τους αναγνωστικούς σας κάλυκες και να σας προσφέρει ονειρεμένες κι απολαυστικές στιγμές ανάγνωσης.
0 Comments
|
|