Είναι κάποια βιβλία που επιθυμείς τόσο πολύ να διαβάσεις, μα για κάποιο περίεργο λόγο αμελείς συνεχώς την αγορά τους.
Κι ο καιρός περνάει... Οι ώρες, οι μέρες κι οι βδομάδες περνούν. Έρχονται οι μήνες και φεύγουν μερικά χρόνια. Και ξαφνικά φτάνει εκείνη η μέρα που το βιβλίο αυτό έρχεται στα χέρια σου. “Ίσως τώρα έπρεπε να το διαβάσεις. Ναι, ίσως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή” σκέφτεσαι και πιάνεις το βιβλίο αυτό στοργικά στα χέρια σου και χαδεύεις τη ράχη του... Και σαν το ανοίξεις χάνεσαι στις λέξεις. Λέξεις που γίνονται ταξιδιάρικα πουλιά και πετάς στο πλάι τους σε απέραντες θάλασσες συναισθημάτων, σε κόσμους ονειρικούς και παραμυθένιους. Ένα απ' αυτά τα βιβλία λοιπόν που άργησε να έρθει στα χέρια μου, μα χαράχτηκε για πάντα μέσα μου από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, είναι το “Τέρα Άμου” του πολυγραφότατου συγγραφέα Νίκου Διακογιάννη, που ξεκίνησε το αναγνωστικό του ταξίδι το 2007 από την εκδοτική στέγη “Εκδόσεις Αρμός”. Ένα μυθιστόρημα που αναδύει θαλασσινή αύρα και στάζει από την αλμύρα που ποτίζει τις σελίδες του η προβέζα. Με λόγο έντονα ποιητικό, τρυφερό κι άκρως εικονοποιητικό ο συγγραφέας κεντά σε έναν καμβά με φόντο τη Νίσυρο, και συγκεκριμένα έναν κήπο, αυτό της Εδέμ της γιαγιάς Ανθούλας, έναν κήπο που σκορπά τα μεθυστικά και λεπτά του αρώματα και γιομίζει τον χώρο που βρίσκεται ο αναγνώστης με ευωδιές, έναν μύθο ανθρώπινο και γήινο Ένα μύθο που ξεδιπλώνεται αργά και απολαυστικά, αράδα την αράδα, σελίδα τη σελίδα, δίχως εξάρσεις, εντάσεις και αναπάντεχες εξελίξεις, αφού τα γεγονότα που ακολουθούν το ένα το άλλο και απασχολούν τους ήρωες του βιβλίου έρχονται σα φυσικό επακόλουθο της ροής της ίδιας τους της ζωής. Με τη χαρακτηριστική τρυφερότητα και γλαφυρότητα που διέπουν την πένα του, καθώς και τις εμφανείς επιρροές του από κλασικούς Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, όπως ο Μυριβήλης, ο Παπαδιαμάντης, ο Σεφέρης κι ο Ελύτης αλλά και σύγχρονους όπως η Αλκυόνη Παπαδάκη, ο συγγραφέας συστήνει τους ήρωες του, τη γιαγιά Ανθούλα, τη Μαρία την κόρη της και τη μικρή Σοφία την εγγονή της, το δάσκαλο Πέτρο και το ζωγράφο Μάρκο, και ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη το νήμα της ζωής του καθενός, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό των υπόλοιπων. Ήρωες προσιτοί κι οικείοι. Ήρωες που η ζωή τους καθορίστηκε από τις επιλογές τους, τα λάθη και τα όνειρα τους. Πρόσωπα της διπλανής πόρτας. Πρόσωπα που πάνω τους διακρίνουμε σίγουρα στοιχεία και του δικού μας “Εγώ”και μπορούμε να ταυτιστούμε με μεγάλη άνεση μαζί τους. Πρόσωπα που μέσα από την ιστορία της ζωής τους, ο συγγραφέας μας φανερώνει το κεντρικό θέμα που απασχολεί το βιβλίο του, που δεν είναι άλλο από αυτό των ανθρώπινων σχέσεων, σχέσεων φιλικών, ερωτικών και σχέσεων οικογενειακών, κυρίως ανάμεσα σε μάνα και κόρη. Με τις λέξεις λοιπόν, να μετατρέπονται σε καράβια ο αναγνώστης σαλπάρει για ένα όμορφο ταξίδι στη μαγευτική Νίσυρο, ενώ με την αμεσότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, γίνεται ένα με κάθε ήρωα. Ντύνει τη ψυχή του με τα ρούχα του και φορά στα πόδια της τα παπούτσια του και προχωρούν κι οι δυο μαζί, σαν ένα, στους στενούς πλακόστρωτους δρόμους του νησιού και στα ανηφορικά κι αρκετά δύσβατα μονοπάτια της ζωής. Ο αναγνώστης γίνεται άμεσος κοινωνός κάθε στιγμής, κάθε σκέψης, κάθε προβληματισμού και διλήμματος των ηρώων, ενώ αν αφήσει ανοικτούς τους κάλυκες της ψυχής του είναι σε θέση να γευτεί απόλυτα κι απέραντα κάθε συναίσθημα που υφαίνει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας μέσα από τις εικόνες, τις μυρουδιές και τις γλυκόπικρες γεύσεις που αφήνουν οι σελίδες του, περιγράφοντας άλλοτε όμορφες, φωτεινές στιγμές της ζωής των ηρώων, κι άλλοτε στιγμές γεμάτες με απειλητικές σκιές, όπου η ζωή δείχνει το σκληρό της πρόσωπο. Υπάρχουν όμως, και εκείνες οι παραμυθένιες, γλυκές στιγμές της ανάγνωσης που ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ποικίλα στοιχεία της φύσης όπως οι Νεραντζιές, τ΄ Αμπέλι, τα Παγώνια κι οι Δεκαοχτούρες, στοιχεία ενδιαφέροντα, που μέσα στις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου αποκτούν τη δική τους ανθρώπινη φωνή και το εμπλουτίζουν με τις λαϊκές, θυμοσοφικές τους ρήσεις. Ένα στοιχείο ονειρικό που μπλέκεται με πολύ όμορφο και αριστουργηματικό τρόπο με τα ρεαλιστικά στοιχεία που κυριαρχούν καθ' όλη την έκταση του βιβλίου. Κλείνοντας, το “Τέρα Άμου” , ήταν για μένα μία ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη! Ένα βιβλίο το οποίο αγάπησα από τις πρώτες κιόλας λέξεις και αυτό γιατί λάτρεψα όχι μόνο το γλυκό άρωμα μελαγχολίας και τις μελαγχολικές νότες που αναδύονταν από τις σελίδες του, αλλά και το τρυφερό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας ανέλυσε τις διαπροσωπικές σχέσεις των ηρώων και μίλησε για τη ζωή τους. Ήταν ένα γλυκό και πικρό συνάμα, μαγευτικό κι ονειρικό ταξίδι που με παρέσυρε μέχρι την όμορφη Νίσυρο. Μήπως ήρθε η ώρα λοιπόν, να ζήσετε κι εσείς αυτό το μοναδικό ταξίδι;
0 Comments
|
|