Ένα κείμενο του Νίκου Γκίκα Η δειλία του επικράτησε της ανάγκης για καφέ. Μπορούσε να αγοράσει έναν ή να φυλάξει τα κέρματα στην τσέπη του, για να επιστρέψει αξιοπρεπής στο σπίτι. Δεν βάσιζε τη ζωή του στην τύχη, αν και στις δύο τελευταίες συναντήσεις του με ελεγκτή εκείνη τού είχε χαμογελάσει. Ήταν λίγες οι φορές, που αναγκάστηκε να μετακινηθεί δίχως εισιτήριο, όχι από επιλογή αλλά από έλλειψη χρημάτων. Είχε γλιτώσει το πρόστιμο και τις δύο, την πρώτη χάρη στην κατανόηση της κατάστασής του από τον υπάλληλο, την δεύτερη κρυμμένος άθελα εν μέσω επιβατικής πολυκοσμίας. Είχε από μέρες ένα άσχημο προαίσθημα, στην περίπτωση που υπήρχε και τρίτη συνάντηση. Το αντίτιμο, που θα τον πήγαινε στο σπίτι, ήταν ένα άθροισμα κερμάτων, όλα τους υποδιαιρέσεις της μονάδας, που είχε συλλέξει από τις τσέπες καλοκαιρινών παντελονιών και σκοτεινές γωνίες του διαμερίσματός του. Υπήρχε λόγος για αυτήν τη χρυσοθηρία, η ανάγκη του για εργασία και το ραντεβού των δώδεκα και μισή για τη διεκδίκηση της θέσης. Συνήθως εγκατέλειπε το δωμάτιό του μόνο τις Κυριακές και μόνο όταν η επιθυμία του για ήλιο καταπίεζε τη μοναξιά του. Σήμερα κοιτούσε το τελευταίο φως του Νοέμβρη με τις αισθήσεις του σε σύγχυση· η λιακάδα έφερνε μαζί της και ψιχάλες βροχής. Δεν υπήρχαν σύννεφα, μόνο ένα ακαθόριστης πυκνότητας πέπλο νεφών, που χρωματιζόταν όλο και περισσότερο γαλάζιο και ξηλωνόταν, όσο περνούσε η ώρα. Έστριψε στην οδό Αιόλου απολαμβάνοντας τα δάκρυα στο πλακόστρωτο και πάνω του. Πριν τη μεγάλη τράπεζα στ’ αριστερά σταμάτησε μπροστά στο εύρημα. Ήταν μια κάρτα διαδρομών για μέσα μεταφοράς, χαμένη κάτω από τα βήματα περαστικών. Έσκυψε και την πήρε· στο πίσω μέρος υπήρχε η φωτογραφία και το όνομα της κατόχου, μιας μελαχρινής κοπέλας από κάποια χώρα της Βαλτικής. Την έκρυψε στην τσέπη και την ξαναθυμήθηκε το απόγευμα, όταν επέστρεψε στο δωμάτιο με τη συνήθη υπόσχεση, πως θα ειδοποιηθεί. Θυμήθηκε τη σελίδα εκείνη με τα απολεσθέντα στο Βιβλίο των Προσώπων. Τράβηξε μια φωτογραφία και την ανέβασε, μετρώντας τις πιθανότητες να βρεθεί η κάτοχος. Δεν πίστευε στις αυταπάτες του διαδικτύου, όμως δεν είχε άλλο τρόπο πια, για να επικοινωνεί με ανθρώπους. Η ανάρτησή του έτυχε θερμής υποδοχής, έλαβε περισσότερους επαίνους ακόμα κι από εκείνη τη φωτογραφία του συγγραφέα της Ελπίδος και του Λάθους, που είχε ανεβάσει τις προάλλες. Η κοπέλα επικοινώνησε μαζί του αργά το βράδυ. Τον ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον και ζήτησε να μάθει, πώς θα μπορούσαν να συναντηθούν. Εκείνη εργαζόταν ως καθαρίστρια σε σπίτι ως το απόγευμα. Τακτοποίησαν τον χρόνο τους, μοίρασαν την απόσταση και συμφώνησαν να της την δώσει κοντά στο σημείο που την είχε βρει, στο συντριβάνι της πλατείας έναντι του Δημαρχείου. Για εκείνη ήταν περπάτημα μερικών λεπτών από το νεοκλασικό της Πλάκας, γι’ αυτόν μια ακόμα διαδρομή με το τρόλεϊ. Θα συναντιόνταν την επομένη, στις οκτώ το βράδυ. Ήξερε, πως η συνάντησή τους περιείχε ένα ρίσκο για εκείνον, αφού δεν είχε εισιτήριο. Ρίσκο θεωρούσε πια μόνον ό,τι απειλούσε την υπόληψή του. Χόρταινε με αξιοπρέπεια, κι ας απορούσαν οι δύο-τρεις φίλοι του για το πώς τα έβγαζε πέρα δίχως χρήματα κι εργασία. Τώρα και αυτή κινδύνευε να χαθεί για χάρη ενός καπρίτσιου της τιμιότητάς του. Το τρόλεϊ, που τον κατέβασε στην Ομόνοια, ήταν γεμάτο από κόσμο. Δέχτηκε τα στριμώγματα σαν έναν οιωνό, πως η διαδρομή δεν θα έκρυβε απρόβλεπτες συναντήσεις. Συνήθως οι ευγενικοί κύριοι, που έκαναν ελέγχους, απέφευγαν την πολυκοσμία για λόγους δικής τους ευκολίας ή απ’ τον φόβο της οργής του πλήθους μπροστά σε ένα πρόστιμο, που φάνταζε τραβηγμένο ή άδικο. Ποιος ξέρει, τόσα και τόσα είχαν γίνει. Κατέβηκε στη στάση κάτω από την πλατεία και περπάτησε στην οδό Αθηνάς ξαλαφρωμένος από το βάρος της λαθρεπιβίβασής του. Ήταν πρώτη βραδιά του Δεκέμβρη, για εκείνον μια ευκαιρία να γευτεί λίγα Χριστούγεννα και να αισθανθεί εορτάζων. Λίγες βιτρίνες στολισμένες κι ο φωτισμός του δρόμου τού αρκούσαν. Η Αλεξάντρα επέμενε να τον ευχαριστήσει με ένα κέρασμα στο μικρό καφέ, που σύχναζαν έρημοι και περαστικοί. Μέσα του προτιμούσε το αντίτιμο, που θα τον πήγαινε ασφαλή στο σπίτι, αλλά ντράπηκε να το προτείνει. Συζήτησαν μόνο για εκείνη. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ο λόγος της συνάντησής τους. Χρειαζόταν την κάρτα όσο τίποτε άλλο, ειδικά αφού θα έπαιρνε λίγες ημέρες, για να την αντικαταστήσει με άλλη. Ζούσε σε μια φτωχογειτονιά του Πειραιά και ο ηλεκτρικός συρμός εξυπηρετούσε τη μετακίνησή της από και προς την μοναδική δουλειά που είχε, λίγα μεροκάματα εκμετάλλευσης σε ένα αρχοντικό που παρήκμαζε κάτω από την Ακρόπολη. Δούλευε δίχως ένσημα, αλλά δεν την ενοχλούσε τόσο. Ήταν γραμμένη στα μητρώα ανέργων· εξασφάλιζε μ’ αυτόν τον τρόπο ένα ασήμαντο επίδομα και απεριόριστες διαδρομές στα μέσα μεταφοράς. Απόρησε μαζί του, που δεν κράτησε την κάρτα, για να μετακινείται εκείνος δωρεάν στη θέση της, έστω για λίγες μέρες. Είχε ακούσει να συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις και τής είχε φανεί απολύτως λογικό. Υπήρχε τόση δυστυχία τριγύρω. Αντάλλαξαν τηλέφωνα για μία πιθανή συνάντηση στο μέλλον και χώρισαν στις σκάλες της Ομόνοιας. Για τον γυρισμό επέλεξε μια θέση δίπλα σε παράθυρο. Είχε ξεχάσει τον μόνιμα υπαρκτό κίνδυνο, που τον κατέτρεχε στις μετακινήσεις, πλέοντας στην ανάμνηση του ρομάντζου, που είχε ζήσει. Τού τον θύμισε ο φορητός καταχωρητής, που του προτάθηκε μαζί με την απαίτηση, να δείξει το εισιτήριό του. Ο ελεγκτής του επέβαλλε το πρόστιμο με ευσυνειδησία χειρουργού, παρά το επιχείρημα της ανεργίας και την αποκάλυψη του ευγενικού σκοπού της μετακίνησής του. Πήρε το απόκομμα της κλήσης και διάβασε πάνω του ποσό, που αντιστοιχούσε στο φαγητό ενός μηνός. Το όνομά του ήταν βιαστικά γραμμένο, σχεδόν δεν διαβαζόταν. Αρκούσε, φαίνεται, μόνον ο αριθμός της ταυτότητας, για να αισθάνεται το σύστημα ασφαλές, πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη· κάθε ψηφίο στεκόταν ευθυτενές και στη σωστή του θέση, έτσι ώστε να βρεθεί ο ένοχος σε περίπτωση που αμελούσε την ποινή του. Η μεσόκοπη κυρία δίπλα συμπόνεσε την κατάστασή του, αν και αδυνατούσε να κατανοήσει την αμέλεια, να δηλώσει και επίσημα άνεργος. Θα μπορούσε τουλάχιστον έτσι να μετακινείται δίχως φόβο. Σηκώθηκε και πάτησε το κουμπί δυο στάσεις πριν τη δική του. Χρειαζόταν περισσότερο αέρα, για να χωνέψει κι αυτήν την προσβολή. «Μα δεν είμαι αριθμός κυρία, είμαι άνθρωπος», απάντησε.
0 Comments
|
|