Γράφει ο Γιάννης Ζαραμπούκας. Στην πόλη της Καρχηδόνας, μια μικρή πόλη της πολιτείας της Νέας Υόρκης, κατοικεί η οικογένεια Μέιφιλντ. Ο Ζήνων Μέιφιλντ με την γυναίκα του Αρλέτ και τις δυο τους κόρες, την Τζουλιέτ και την Χρυσηίδα. Την όμορφη και την έξυπνη αντίστοιχα κόρη, όπως χαρακτηριστικά τις αναφέρουν οι κάτοικοι της περιοχής.
Η οικογένεια Μέιφιλντ είναι ένα από τα επιφανή μέλη της τοπικής κοινωνίας, αφού ο Ζήνων Μέιφιλντ είχε διατελέσει δήμαρχος της περιοχής, με αποτέλεσμα να έχουν έναν αρκετά διευρυμένο κοινωνικό κύκλο και συχνά - πυκνά καλεσμένους στο σπίτι για φαγητό. Ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν, η Χρυσηίδα αποφασίζει να βγει, ώστε να επισκεφθεί μια φίλη της. Το δείπνο τελειώνει, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της πέφτουν για ύπνο, οι ώρες περνούν… Σχεδόν ξημερώνει κι η Χρυσηίδα δεν έχει επιστρέψει ακόμη! Το γεγονός αυτό εκπλήσσει την οικογένεια της, ταράσσει τα ήρεμα νερά της καθημερινής τους ρουτίνας. Της καλλιεργεί ανησυχίες και διεγείρει τα αισθήματα άγχους της. Ο Ζήνων Μέιφιλντ, δίχως να χάσει χρόνο δηλώνει στις τοπικές αρχές την εξαφάνιση της κι ένας κύκλος ατέρμονων προσπαθειών εύρεσης ξεκινά. Σε τι να οφείλεται η εξαφάνιση της Χρυσηίδας; Την απήγαγε κάποιος; Είναι ακόμη ζωντανή; Ή κάποιος την έχει σκοτώσει; Ερωτήματα που βασανίζουν τα μέλη της οικογένειας της. Ερωτήματα στα οποία θα προσπαθήσουν να βρουν απάντηση με κάθε τρόπο… Η «Καρχηδόνα» της Αμερικανίδας συγγραφέως Τζόυς Κάρολ Όουτς, είναι ένα μυθιστόρημα αμιγώς κοινωνικό, με πολυάριθμα στοιχεία ωστόσο του αστυνομικού είδους. Πρώτη αναγνωστική απόπειρα λοιπόν, με σκοπό την γνωριμία μου με την συγγραφέα και την γραφή της. Τα συναισθήματα του αναγνωστικού αυτού ταξιδιού ανάμεικτα, ίσως και λίγο μπερδεμένα. Το μυθιστόρημα της Όουτς, χωρίζεται σε δύο μέρη, σχεδόν ίσης έκτασης, τα οποία έχουν τους τίτλους «Χαμένη Κοπέλα» (1ο μέρος) και «Εξορία» (2ο μέρος). Στο 1ο μέρος τα συναισθήματα που πλάθει η συγγραφέας είναι έντονα. Η αγωνία, η προσμονή, η ανάγκη για την εύρεση της αλήθειας, αλλά και για δικαίωση διαδέχονται το ένα το άλλο. Στην ισχύ των συναισθημάτων συμβάλει κι ο τρόπος αφήγησης της, που διέπεται από αμφισημία κι ελλειπτικότητα, ενώ ταυτόχρονα ακολουθεί έναν ασθματικό ρυθμό, με αποτέλεσμα η πλοκή να εξελίσσεται γοργά, οι σελίδες να κυλούν σαν νερό κι ο αναγνώστης να «διψά» διαρκώς από την περιέργεια του για το τι θα συμβεί παρακάτω, κι αν τελικά η αλήθεια καταφέρει να αναδυθεί στο φως! Ωστόσο, σε αντίθεση με το «Χαμένο Κορίτσι», την «Εξορία» τη βρήκα αδύναμη σε σχέση πάντα με το πρώτο μέρος. Αν και πολύ έξυπνα η συγγραφέας έσπειρε κάποια αδιαμφισβήτητα σημάδια ανάμεσα στις σελίδες του και δημιούργησε κάποιες υποψίες για την παραδοχή μιας κατάστασης, γεγονός το οποίο προξενεί την περιέργεια και το αναγνωστικό ενδιαφέρον, καθώς και την επιθυμία να συνεχίσει ο αναγνώστης το διάβασμα ώστε να απαντηθούν τα ερωτηματικά του, αλλά και για να συνθέσει μία ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων. Όμως, στην «Εξορία» το κείμενο αποδυναμώνεται αρκετά. Γίνεται αρκετά φλύαρο, με αποτέλεσμα στοιχεία όπως, το σφιχτό δέσιμο του κειμένου, ο ασθματικός αφηγηματικός ρυθμός και η ελλειπτική ατμόσφαιρα μυστηρίου, που με τέτοια δεξιοτεχνία οικοδομεί η Όουτς στο πρώτο μέρος, να χάνονται. Παρ' όλα αυτά όμως, δηλώνω γοητευμένος τόσο από την γραφή της Όουτς, όσο και από την ικανότητα της να δημιουργεί αληθοφανείς χαρακτήρες, να σκιαγραφεί τον εσωτερικό τους κόσμο, αλλά και να διεισδύει στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού τους. Θα μπορούσα να φανταστώ την συγγραφέα με ένα σκαρπέλο στο χέρι να σμιλεύει ανθρώπινες ψυχές, να ξεφλουδίζει τον ψυχικό τους κορμό φωτίζοντας τις αθέατες πλευρές τους. Η γραφή της τέλος, σύγχρονη, απόλυτα εικονοπλαστική, και λεπτομερής δίνει πνοή σε κάθε εικόνα που συνθέτει , ενώ καθιστά την ανάγνωση μία άκρως εθιστική κι απολαυστική διαδικασία! Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Πρώτο έτος κυκλοφορίας 2017.
0 Comments
|
|