Έχοντας διαβάσει το μυθιστόρημα «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΠΤΗΣΗΣ 5403» ένα αστυνομικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα, που η μετάφραση του στα ελληνικά προκάλεσε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού κι αποτέλεσε για καιρό αντικείμενο συζήτησης στους κύκλους των βιβλιόφιλων, οι προσδοκίες μου ήταν μεγάλες και οι απαιτήσεις μου αρκετά υψηλές για το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα, μιας και το ταξίδι συντροφιά με το προηγούμενο βιβλίο του ήταν συναρπαστικό και φυσικά αλησμόνητο!
Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα την ανάγνωση του 2ου αστυνομικού μυθιστορήματος του Michel Bussi, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος με τίτλο «ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΑΥΡΑ ΝΟΥΦΑΡΑ» με μεγάλη αγωνία για το πόσο θα καταφέρει να διαφοροποιηθεί από το προηγούμενο μυθιστόρημα του, αφού είναι σύνηθες φαινόμενο οι συγγραφείς αστυνομικών αναγνωσμάτων να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο γραφής κι εξέλιξης της ιστορίας τους. Πραγματικά, το αναγνωστικό αυτό ταξίδι με συγκλόνισε με την πρωτοτυπία του περιεχομένου του, την ειδυλλιακή μυστηριώδη ατμόσφαιρα του, καθώς και την ευφυή, διαποτισμένη με αμέτρητη αγωνία εξέλιξη της πλοκής του! Την ηρεμία της γαλλικής επαρχίας και συγκεκριμένα του Ζιβερνί, του χωριού όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ο ζωγράφος και πρόδρομος του κινήματος του ιμπρεσιονισμού Κλωντ Μονέ ρυτιδώνει ο φόνος του Ζερόμ Μορβάλ. Την υπόθεση αναλαμβάνουν ο επιθεωρητής Λοράνς Σερενάκ και ο βοηθός του Σίλβιο Μπεναβίντες, οι οποίοι θα κοπιάσουν για να συλλέξουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στην λύση του μυστηρίου και την εύρεση του δολοφόνου. Ωστόσο, όσο νέα ευρήματα έρχονται στο φως, τόσο η υπόθεση θα περιπλέκεται… Η δολοφονία αυτή, παράλληλα θα σπάσει τα δεσμά τριών γυναικών και θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, που δεν είναι άλλο από το να φύγουν από το μικρό Ζιβερνί, να ζήσουν ελεύθερες, απαλλαγμένες από τις κοινωνικές προσταγές του τόπου, ακολουθώντας τις μειλίχιες επιθυμίες τους. Κι έτσι, η αντίστροφη μέτρηση για τις τρεις αυτές γυναίκες, μία μαθήτρια, μία δασκάλα και μία γριά-«μάγισσα» ξεκινά. Όμως, μία θα είναι αυτή που θα μπορέσει να τα καταφέρει. Ποια θα είναι άραγε; Με λόγο περιγραφικό, λυρικό και φωτεινό ο συγγραφέας Michel Bussi δίνει πνοή στα γεγονότα που διαδραματίζονται στο βιβλίο του. Γεγονότα που παίρνουν σάρκα απ’ τα αποθέματα φαντασίας του αναγνώστη και ζωντανεύουν εμπρός του μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου παρασύροντας τον σε ένα ξέφρενο ταξίδι, πλημμυρισμένο με αισθήματα αγωνίας και μυστηρίου. Ο συγγραφέας χειρίζεται με μαεστρία τις εξελίξεις και σαν δόλωμα κάθε τόσο πετά από κάποια φαινομενικά σημαντική πληροφορία, η παρουσία της οποίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πλοκής, ενώ παράλληλα δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να «τσιμπήσει» το αναγνωστικό κοινό και να διεγερθεί το ενδιαφέρον του για την συνέχεια της ιστορίας. Ενδιαφέρον που παραμένει αναλλοίωτο μέχρι και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, γιατί ο συγγραφέας το τροφοδοτεί διαρκώς ξετυλίγοντας το νήμα της υπόθεσης απολαυστικά και με ένα σχετικά γοργό ρυθμό, ενώ χειρίζεται εξαιρετικά έξυπνα τις εντυπώσεις που του δημιουργεί, εναλλάσσοντας τους αφηγητές. Διαβάζοντας, κάνεις το βιβλίο θα διαπιστώσει τον πολυφωνικό του αφηγηματικό χαρακτήρα, αφού ο συγγραφέας επιλέγει να διηγηθεί τα γεγονότα άλλοτε τριτοπρόσωπα και αποστασιοποιημένα, άλλοτε μέσα από την οπτική της γριάς-«μάγισσας», που γίνεται μάρτυρας πολυάριθμων γεγονότων του ειδυλλιακού Ζιβερνί, κι άλλοτε «ακούει» τις σκέψεις της μικρής Φανέτ. Ιδιαίτερο στοιχείο του βιβλίου αποτελεί η εκτενής αναφορά του συγγραφέα στον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Κλωντ Μονέ, τη ζωή και τα έργα του, με πληροφορίες οι οποίες κατέχουν τον δικό τους ζωτικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Πληροφορίες ενδιαφέρουσες, που είναι δοσμένες με τρόπο που δεν δυσχεραίνουν την ρέουσα πλοκή, αλλά με τρόπο που καλλιεργούν στον αναγνώστη την ανάγκη να αναζητήσει στο διαδίκτυο επιπλέον πληροφορίες και εικόνες για το έργο του ζωγράφου. Ο αναγνώστης όσο οι σελίδες έρχονται και φεύγουν χτίζει σταδιακά μία ακλόνητη πεποίθηση για το ποιος είναι τελικά ο ένοχος χρησιμοποιώντας τις ποικίλες πληροφορίες που του παρέχει γενναιόδωρα ο συγγραφέας, έχοντας την εντύπωση πως στάθηκε αρκετά αφελής και άτυχος ο δεύτερος όσον αφορά το κομμάτι εκείνο του βιβλίου που σχετίζεται με τον δολοφονό και το "έντεχνο" κρυφτό που έπρεπε να παίξει με το αναγνωστικό κοινό έως το τέλος. Μέχρι που φτάνει στο σημείο εκείνο της ανάγνωσης που η αλήθεια αρχίζει να αναδύεται στην επιφάνεια κι η οποία πεποίθηση έχει χτιστεί γκρεμίζεται ακαριαία με τις αποκαλύψεις του συγγραφέα και τα σημαντικά στοιχεία που έρχονται στο φως, τα οποία με μια δεύτερη ανάγνωση υπάρχουν με δεξιοτεχνία διάσπαρτα στο κείμενο, να δημιουργούν έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη, ο οποίος τελικά μένει «άφωνος» με τις απρόσμενες αποκαλύψεις. «Τα τρία μαύρα νούφαρα» λοιπόν, αποτελούν ένα διαφορετικό αστυνομικό ανάγνωσμα σε σχέση με τα σκανδιναβικά αστυνομικά που έχουμε συνηθίσει γιατί διακρίνεται για το άπλετο φως που είναι ντυμένο, αλλά και τον άκρατο λυρισμό με τον οποίο γράφτηκε. Είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα με πολύ «έξυπνη» πλοκή που θα συναρπάσει κάθε αναγνώστη, λάτρη του αστυνομικού είδους. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.
1 Comment
|
|